ἔκλῃον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ἔκλῃον
- α΄ πρόσωπο ενικού και γ' πρόσωπο πληθυντικού του παρατατικού του ρήματος κλείω ή κλῄω
→ δείτε τη λέξη κλείω