ἔστην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἔστην

  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου β΄αορίστου του ρήματος ἵστημι
→ δείτε τη λέξη  ἵστημι