ἔστω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]- ἔστω
- γ΄ πρόσωπο εν. προστακτικής ενεστώτα του ρήματος εἰμί (όλα τα πρόσωπα: ἴσθι, ἔστω, ἔστε, ἔστων/ ἔστωσαν)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- "ἔστω τοῦτο ἀληθὲς εἶναι" : ας θεωρήσουμε δεδομένο ότι αυτό αληθεύει
- → δείτε τη λέξη εἰμί