Ἐπανωχώριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἐπανωχώριον | τὰ | Ἐπανωχώρια | ||||
γενική | τοῦ | Ἐπανωχωρίου | τῶν | Ἐπανωχωρίων | ||||
δοτική | τῷ | Ἐπανωχωρίῳ | τοῖς | Ἐπανωχωρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Ἐπανωχώριον | τὰ | Ἐπανωχώρια | ||||
κλητική ὦ! | Ἐπανωχώριον | Ἐπανωχώρια | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἐπανωχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το Επανωχώρι με συνθετικό -χώριον
Συνώνυμα
[επεξεργασία]στη δημοτική: