Ἐρινύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ερινύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἐρῑνῡ- (στο Ἐρῑνῦς) Ἐρῑνῠ- (σε τετρασύλλαβα)
ονομαστική Ἐρινύς αἱ Ἐρινύες
      γενική τῆς Ἐρινύος τῶν Ἐρινύων
      δοτική τῇ Ἐρινύῐ̈ ταῖς Ἐρινύσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἐρινύν τὰς Ἐρινῦς
Ἐρινύας
     κλητική ! Ἐρινύ Ἐρινύες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐρινύε
γεν-δοτ τοῖν  Ἐρινύοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἐρινύς < άγνωστης ετυμολογίας.[1] Ο Beekes προτείνει προελληνική προέλευση.[2] Απαντά στις πινακίδες της Γραμμικής Β ως 𐀁𐀪𐀝 (e-ri-nu) και ως 𐀁𐀪𐀝𐀸 (e-ri-nu-we) στον πληθυντικό [3]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἐρινύς θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) Ερινύα
  2. (κατ’ επέκταση) ενοχή, τύψη
  3. (ελληνική μυθολογία) επίθετο της θεάς Δήμητρας στην Αρκαδία

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. John Chadwick - The Mycenean World, σελ. 98