ἡττῶμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἡττῶμαι
- ρήμα της καθαρεύουσας, συνηρημένος τύπος του αρχαίου ρήματος ἡττάομαι
- → δείτε τη λέξη ἡττάομαι για την αρχαιοελληνική μορφή και ηττώμαι για τη νεοελληνική