Ἠλύσιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Ἠλύσιον τὰ Ἠλύσι
      γενική τοῦ Ἠλυσίου τῶν Ἠλυσίων
      δοτική τῷ Ἠλυσί τοῖς Ἠλυσίοις
    αιτιατική τὸ Ἠλύσιον τὰ Ἠλύσι
     κλητική ! Ἠλύσιον Ἠλύσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἠλυσίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἠλυσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἠλύσιον < ουδέτερο του Ἠλύσιος < προελληνική [1]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἠλύσιον ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.