ἰκμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰκμάς αἱ ἰκμάδες
      γενική τῆς ἰκμάδος τῶν ἰκμάδων
      δοτική τῇ ἰκμάδ ταῖς ἰκμάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἰκμάδ τὰς ἰκμάδᾰς
     κλητική ! ἰκμάς ἰκμάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰκμάδε
γεν-δοτ τοῖν  ἰκμάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἰκμάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἰκμάς θηλυκό

  1. υγρασία
  2. χυμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]