ἰσόπεδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἰσόπεδος < ἴσος + πέδον (έδαφος)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἰσόπεδος

ὁ, ἡ ἰσόπεδος, τό ἰσόπεδον (το ουδέτερο έγινε και ουσιαστικό : το επίπεδο έδαφος)