ἱερακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἱερακίζω < ἱέραξ + -ίζω

ἱερακίζω

  1. εκβάλλω κραυγή γερακιού
  2. κράζω ως γεράκι