Ἰουτλάνδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ἰουτλάνδη < (λόγιο δάνειο) γερμανική Jütland + -η
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.utˈlan.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ἰ‐ουτ‐λάν‐δη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἰουτλάνδη θηλυκό (καθαρεύουσα)
- (χερσόνησος) η Γιουτλάνδη