ὀκτάηχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὀκτάηχος < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου *ὀκτάηχος < ὀκτά- (ὀκτώ) + ἦχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὀκτάηχος θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]