ὀλεθρεμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὀλεθρεμός < ὀλεθρεύω + -μός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὀλεθρεμός αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]