ὀπτίλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὀπτίλος < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: τσακωνικά: ψιλέ, οψιλέ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὀπτίλος αρσενικό