ὀσφραίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οσφραίνομαι
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Μέση
Φωνή
Παθητική
Ενεστώτας ὀσφραίνομαι
Παρατατικός ὠσφραινόμην
Μέλλοντας  ὀσφρήσομαι   ὀσφρανθήσομαι 
Αόριστος  ὠσφρόμην   ὠσφράνθην 
Παρακείμενος -
Υπερσυντέλικος -
Συντελ.Μέλλ.

ὀσφραίνομαι