ὄψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ὄψει

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού (μέσου) μέλλοντα του ρήματος ὁρῶ