ὑαλο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑαλο- < αρχαία ελληνική ὕαλο(ς)

Πρόθημα

[επεξεργασία]

ὑαλο-, ὑαλό- και ὑαλ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

ὑαλο- (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: υαλο-
αγγλικά: hyalo-
γαλλικά: hyalo-