ὑποδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑποδέω < ὑπο- + δέω

ὑποδέω

  1. δένω από κάτω
  2. φοράω (και δένω) τα υποδήματά μου
  3. τυλίγω με κάτι τα πόδια

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]