ὑπομιμνήσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ὑπομιμνήσκω

  1. ζητώ, ρωτώ να μάθω
  2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο ὑπομιμνήσκων και ὑπομνήμων˙ (δείτε νεοελληνικό υπομιμνήσκω)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑπομιμνήσκω < ὑπό + μιμνήσκω

ὑπομιμνήσκω

  1. προτείνω κάτι σε κάποιον
  2. (σχετικά με νόσο) προκαλώ, προξενώ
    ὑπομιμνήσκω τὴν ἒκρισιν
  3. (ενεργ. και παθ.) κάνω μνεία ενός πράγματος, αναφέρομαι σε κάτι
  4. (μεσ. και παθ.) ὑπομιμνήσκομαι˙ ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι
  5. (φρ.) «ὡς ὑπέρμνησται»˙ όπως έχει αναφερθεί παραπάνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

ὑπομνήσκω

Αναφορές

[επεξεργασία]