ὕφανσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὕφανσῐς | αἱ | ὑφάνσεις |
γενική | τῆς | ὑφάνσεως | τῶν | ὑφάνσεων |
δοτική | τῇ | ὑφάνσει | ταῖς | ὑφάνσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὕφανσῐν | τὰς | ὑφάνσεις |
κλητική ὦ! | ὕφανσῐ | ὑφάνσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑφάνσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑφανσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὕφανσις < αρχαία ελληνική ὑφαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὕφανσις θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)