ὠλεσίκαρπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὠλεσίκαρπος < ὤλεσα (απώλεσα) < ὄλλυμι (χάνω) + καρπός

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὠλεσίκαρπος

  1. που χάνει τους καρπούς του
    ἰτέαι ὠλεσίκαρποι (Ομήρου Οδύσσεια, κ 510)

Αναφορές

[επεξεργασία]