ὠλεσίκαρπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ὠλεσίκαρπος
- που χάνει τους καρπούς του
- ἰτέαι ὠλεσίκαρποι (Ομήρου Οδύσσεια, κ 510)
Αναφορές
[επεξεργασία]- Θησαυρός της Ελληνικής γλώσσης, Y - Ōō, Volume 8, Henri Estienne, Charles Benoît Hase, Didot, 1865, σελ. 2020
- Eustathii ... commentarii ad Homeri Iliadem, ed. by J.G. Stallbaum, Eustathius (abp. of Thessalonica.), 1829, τόμος 3, σελ. 160 (Ευστάθιος Θεσσαλονίκης)
- Οππιανού Κυνηγετικά και Αλιευτικά, Johann Gottlob Schneider, David Peifer, Gottfried Heinrich Schaefer, apud Ioa. Aug. Gottl. Weigel, Λειψία, 1813, σελ. 48