ὠνούμενος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά
(grc)
[
επεξεργασία
]
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ὠνούμεν
ος
ἡ
ὠνουμέν
η
τὸ
ὠνούμεν
ον
γενική
τοῦ
ὠνουμέν
ου
τῆς
ὠνουμέν
ης
τοῦ
ὠνουμέν
ου
δοτική
τῷ
ὠνουμέν
ῳ
τῇ
ὠνουμέν
ῃ
τῷ
ὠνουμέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ὠνούμεν
ον
τὴν
ὠνουμέν
ην
τὸ
ὠνούμεν
ον
κλητική
ὦ
!
ὠνούμεν
ε
ὠνουμέν
η
ὠνούμεν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ὠνούμεν
οι
αἱ
ὠνούμεν
αι
τὰ
ὠνούμεν
ᾰ
γενική
τῶν
ὠνουμέν
ων
τῶν
ὠνουμέν
ων
τῶν
ὠνουμέν
ων
δοτική
τοῖς
ὠνουμέν
οις
ταῖς
ὠνουμέν
αις
τοῖς
ὠνουμέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ὠνουμέν
ους
τὰς
ὠνουμέν
ᾱς
τὰ
ὠνούμεν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ὠνούμεν
οι
ὠνούμεν
αι
ὠνούμεν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ὠνουμέν
ω
τὼ
ὠνουμέν
ᾱ
τὼ
ὠνουμέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ὠνουμέν
οιν
τοῖν
ὠνουμέν
αιν
τοῖν
ὠνουμέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λυόμενος'
όπως «
λυόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
ὠνούμενος, -η, -ον
μετοχή ενεστώτα του ρήματος
ὠνέομαι
-
ὠνοῦμαι
Κατηγορίες
:
Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
Αρχαία ελληνικά
Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες