ὠστίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὠστίζομαι < θαμιστικό του ὠθέομαι

ὠστίζομαι ( ὠστιοῦμαι ο μέλλων στους αττικούς)

  1. συνωθούμαι, σπρώχνομαι, στριμώχνομαι, σκουντιέμαι, διαγκωνίζομαι, συνωστίζομαι
    ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται (για να γίνει πρόεδρος...)

Συγγενικά

[επεξεργασία]