ὠφελίμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠφελίμως < ὠφέλιμ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὠφελίμως, υπερθετικός:  ὠφελιμώτατα

Πηγές[επεξεργασία]