ὡραΐζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὡραΐζω < ὡραῖος

ὡραΐζω

  1. καλλύνω, καλλωπίζω
  2. ακμάζω, ανθώ
  3. (παθητικό) σεμνύνομαι