ὦτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὦτος < οὖς


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὦτος -ου αρσενικό ( & ὠτός-οῦ )

  1. κουκουβάγια με μακρουλά αυτιά, στα οποία έφερε πτερύγια, μπούφος, νυχτοκόρακας
    φησίν ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ δ' ὦτος, ὅμοιος ταῑς γλαυξί, καὶ περὶ τὰ ὦτα πτερύγια ἔχων
  2. ανόητος άνθρωπος, ο εύπιστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]