ᾍδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Άδης

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ᾍδης < ἀ- στερητικό + ἰδεῖν

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

ᾍδης αρσενικό

  1. ο θεός του κάτω κόσμου
    Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ᾽ Ἀΐδης (Ιλιάδα, Ραψωδία Ο, 188)
  2. ο κάτω κόσμος
    ψυχαὶ δ᾽ Ἄϊδος δὲ κατῆλθον (Ιλιάδα, Ραψωδία Η, 330)
  3. τάφος
  4. θάνατος
    ᾄδης πόντιος (: θάνατος στη θάλασσα, από πνιγμό ή σε ναυμαχία)
  5. με ουσιαστικά: ο θανατερός, ο φονικός, αυτός που επιφέρει το θάνατο
    ᾄδου μάγειρος (ο μάγειρας του θανάτου, ο φονικός μάγειρας Ευριπίδης, Κύκλωψ, 397) / ξίφη ᾄδου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]