ᾠδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ᾠδή < ἀείδω / ᾄδω < *ἀϝείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ᾠδή θηλυκό
Δείτε επίσης : ωδή |
ᾠδή θηλυκό