ῥαιβός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ῥαιβός -ή -όν
- ὅσα μὲν οὖν ἡμάρτηται μόρια κατὰ τὸ σχῆμα͵ καθάπερ ὅσα βλαισὰ͵ καὶ ῥαιβὰ͵ καὶ λοξὰ͵ ταῦτα νεογενῆ μὲν ἔτι καὶ ἁπαλὰ διαπλάσει τε καὶ ἐπιδέσει εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐπανέρχεται (Γαληνός)