ῥυτόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥυτόν τὰ ῥυτᾰ́
      γενική τοῦ ῥυτοῦ τῶν ῥυτῶν
      δοτική τῷ ῥυτ τοῖς ῥυτοῖς
    αιτιατική τὸ ῥυτόν τὰ ῥυτᾰ́
     κλητική ! ῥυτόν ῥυτᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥυτώ
γεν-δοτ τοῖν  ῥυτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ῥυτόν: ουδέτερο του ῥυτός < ῥέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ῥυτόν ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ῥυτόν

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ῥυτός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ῥυτός