ῥόπαλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥοπᾰλο-
ονομαστική τὸ ῥόπαλον τὰ ῥόπαλ
      γενική τοῦ ῥοπάλου τῶν ῥοπάλων
      δοτική τῷ ῥοπάλ τοῖς ῥοπάλοις
    αιτιατική τὸ ῥόπαλον τὰ ῥόπαλ
     κλητική ! ῥόπαλον ῥόπαλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥοπάλω
γεν-δοτ τοῖν  ῥοπάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ῥόπᾰλον < ῥέπω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ῥόπᾰλον ουδέτερο

  1. το ρόπαλο για να χτυπάει κάποιος κάτι (π.χ. του Ηρακλή)
  2. το ραβδί για να στηρίζεται κάποιος, το μπαστούνι
  3. το πολεμικό όπλο (επικαλυμμένο με χαλκό ή σίδηρο)
  4. (μεταφορικά) εκείνο ή εκείνος που λειτουργεί τιμωρητικά
    Πειθόλαος τὴν Πάραλον ῥόπαλον τοῦ δήμου ἐκάλει

Συγγενικά

[επεξεργασία]