安全

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

安全 < 安 (ηρεμία, ασφάλεια) + 全 (ολόκληρος, ολοκληρωμένος)

Προφορά

[επεξεργασία]

πινγίν: ānquán

Επίθετο

[επεξεργασία]

安全 (zh)

  • ασφαλής
    她認為在希臘旅遊很安全. - 她认为在希腊旅游很安全. - tā rènwéi zài xīlà lǚyóu hěn ānquán. - (Αυτή) πιστεύει πως το ταξίδι στην Ελλάδα είναι ασφαλές.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

安全 (zh)

  • ασφάλεια
    請注意行車安全。 / 请注意行车安全。 ― Qǐng zhùyì xíngchē ānquán. ― Παρακαλώ προσέξτε την ασφάλεια του δρόμου.

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

安全 (zh)