新冠肺炎

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  • 新冠 (νέος κορονοϊός) + 肺炎 (πνευμονία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

新冠肺炎 (zh) πινγίν: xīnguān fèiyán