𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γοτθικά (got)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- 𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃 < πρωτο-γερμανική *lītilaz. Συγγενές με το αγγλικό little.
Επίθετο
[επεξεργασία]𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃 (leitils)
𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃 (leitils)