-ίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ίρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική -ir(e) + [1]

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ίρω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • -ίρωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)