-κομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -κομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -κομῶ < αρχαία ελληνική -κομῶ < κομέω / κομῶ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κο‐μώ
Επίθημα
[επεξεργασία]-κομώ
- β’ συνθετικό ρημάτων που δηλώνει ότι…
- …κάποιος φροντίζει ό,τι δηλώνει το α’ συνθετικό
- …κάποιος επεξεργάζεται ή παρασκευάζει ό,τι δηλώνει το α’ συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] -κομώ
|
- ↑ "-κομώ" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας