-σκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -σκοπῶ, σκοπῶ, σκοπῷ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-σκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σκοπῶ < σκοπῶ συνηρημένος τύπος του σκοπέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skoˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -σκο‐πώ

Επίθημα

[επεξεργασία]

-σκοπώ, -είς, -εί..., αόρ.: -σκόπησα, παθ.φωνή: -σκοπούμαι, π.αόρ.: -σκοπήθηκα, μτχ.π.π.: -σκοπημένος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • Τα ρήματα -σκοπώ κλίνονται όπως το «ασκώ»

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]