Adamo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Adamo (eo)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Adamo < εβραϊκή אָדָם‎ που σημαίνει άντρας

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Adamo (it) αρσενικό(θηλυκό : Adama)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Adamo < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Adamo αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]