Anchises
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Anchises < αρχαία ελληνικά Ἀγχίσης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Anchises αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Anchīsēs | |
γενική | Anchīsae | |
δοτική | Anchīsae | |
αιτιατική | Anchīsam, Anchīsēn | |
κλητική | Anchīsā | |
αφαιρετική | Anchīsā, Anchīsē | |