Anfänger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Anfänger | die | Anfänger |
γενική | des | Anfängers | der | Anfänger |
δοτική | dem | Anfänger | den | Anfängern |
αιτιατική | den | Anfänger | die | Anfänger |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Anfänger (de) αρσενικό