Annäherung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Annäherung | die | Annäherungen |
γενική | der | Annäherung | der | Annäherungen |
δοτική | der | Annäherung | den | Annäherungen |
αιτιατική | die | Annäherung | die | Annäherungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Annäherung (de) θηλυκό