Anschluss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Anschluss die Anschlusse
γενική des Anschlusses der Anschlusse
δοτική dem Anschluss
Anschlusse
den Anschlussen
αιτιατική den Anschluss die Anschlusse

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Anschluss < anschließen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈanʃlʊs/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Anschluss (de) αρσενικό

  1. ένωση, σύνδεση
  2. προσάρτηση εδαφών
  3. (ειδικότερα, ιστορία) η προσάρτηση της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία το 1938, το Άνσλους
  4. (προφορικό) επαφή μεταξύ ατόμων ή ομάδων ανθρώπων

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Anschluss Österreichs στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια (Προσάρτηση της Αυστρίας)