Anwendung

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Anwendung die Anwendungen
γενική der Anwendung der Anwendungen
δοτική der Anwendung den Anwendungen
αιτιατική die Anwendung die Anwendungen

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Anwendung (de) θηλυκό

  1. εφαρμογή, πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών
    (πληροφορική) βραχυγραφία του Anwendungsprogramm
  2. χρήση
     συνώνυμα: Verwendung, Nutzung, Gebrauch
  3. εφαρμογή
    (ιατρική) εφαρμογή μιας μεθόδου για ιατρική θαραπεία