Arbeitnehmer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Arbeitnehmer | die | Arbeitnehmer |
γενική | des | Arbeitnehmers | der | Arbeitnehmer |
δοτική | dem | Arbeitnehmer | den | Arbeitnehmern |
αιτιατική | den | Arbeitnehmer | die | Arbeitnehmer |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Arbeitnehmer (de) αρσενικό