Bär

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Bär die Bären
γενική des Bären der Bären
δοτική dem Bären den Bären
αιτιατική den Bären die Bären

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Bär (de) (πληθυντικός Bären) αρσενικό, Bärin θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bär αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bär < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bär θηλυκό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [3], [4]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bär < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bär αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [5]