Bailly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Bailly (fr)

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. (λεξικογραφία) το γαλλικό λεξικό αρχαίων ελληνικών Dictionnaire grec-français του Anatole Bailly, με πρώτη έκδοση το 1895 και πολλές επανεκδόσεις εμπλουτισμένες, κυρίως του 2020. Γνωστό ως «Le Grand Bailly» (το μεγάλο Μπαγί) σε αντιδιαστολή προς το abrégé​ (συντομευμένο: η έκδοση επιτομής του λεξικού). Περιέχει και πολλά κύρια ονόματα.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Στο Βικιλεξικό, σύνδεση με το Λεξικό με το πρότυπο {{R:Bailly}}



Φλαμανδικά (vls)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Bailly < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Bailly αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [1]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Bruxelles, Flandre, Wallonie του Βελγίου



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Bailly < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Bailly αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [2]