Batterie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Batterie (de) θηλυκό

  1. μπαταρία
  2. σύνολο ομοιόμορφων στοιχείων