Bochum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Bochum
γενική des Bochums
δοτική dem Bochum
αιτιατική das Bochum

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bochum < μέση κάτω γερμανική bôchêm, bôkhêm < boke (οξιά) + hêm (τόπος). Κυριολεκτικά «τόπος με οξιές».[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈboːxʊm/
 

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bochum (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.