Brille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: brille

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Brille (de) θηλυκό