Buchführer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Buchführer (de) θηλυκό
- υπεύθυνος της λογιστικής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Buch
Buchführer (de) θηλυκό